χείλο

χείλο
το, Ν
(στην ποίηση) το χείλος («πουλιού δεν άκουες λάλημα ή χείλου», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χείλι, κατά τα ουδ. σε -ο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοχλιοστρόφιο — και κοχλιοστροφείο, το εργαλείο με το οποίο στρέφεται ο κοχλίας, εργαλείο που χρησιμοποιείται για βίδωμα και ξεβίδωμα, κατσαβίδι, βιδολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + στρόφιο (< στροφή < στρέφω), πρβλ. πηλο στρόφιον, χειλο στρόφιον. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • μακροτένων — μακροτένων, οντος, ὁ (Α) αυτός που εκτείνεται σε μεγάλη απόσταση ή διάρκεια, μακρύς, σχοινοτενής, διεξοδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + τένων (< τείνω), πρβλ. υψι τένων, χειλο τένων] …   Dictionary of Greek

  • ουρανισκόφωνος — η, ο γραμμ. αυτός που κατ εξοχήν προφέρεται με τον ουρανίσκο («ουρανισκόφωνοι φθόγγοι» τα άφωνα κ, γ, χ, αλλ. ουρανικά). [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανίσκος + φωνή (πρβλ. χειλό φωνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Εμ. Φωτιάδη] …   Dictionary of Greek

  • πέλω — και, μέσ., πέλομαι Α 1. βρίσκομαι σε κίνηση, κινούμαι, κατευθύνομαι («ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό» κινείται, ανυψώνεται προς τον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι («γῆρας καὶ θάνατος ἐπ ἀνθρώποισι πέλονται» γηρατειά… …   Dictionary of Greek

  • φλογώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. ο όμοιος με φλόγα, ο φλόγινος: Λάμψιν έχει όλην φλογώδη, χείλο, μέτωπο, οφθαλμός (Δ. Σολωμός). 2. αυτός που έχει το χρώμα της φλόγας, κατακόκκινος, της φωτιάς: Φλογώδη χείλη. 3. ο γεμάτος φλόγες: Φλογώδης… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • cheil- — or cheilo see chil * * * cheil , cheilo repr. Gr. χειλο lip, used in scientific terms, but more commonly in the Latinized spelling chil , chilo , q.v …   Useful english dictionary

  • cheilo- — I. see cheil II. combining form see chil * * * var. of chilo 1. * * * cheil , cheilo repr. Gr. χειλο lip, used in scientific terms, but more commonly in the Latinized spelling chil , chilo , q.v …   Useful english dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”